ἐσχάριον

Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐσχάρα:
1 pan of coals, Ar.Fr.516 (pl.).
2 stand, platform, Plb.9.41.4 (pl.), D.S. 20.91.
3 cradle for launching ships, Callix.1.
4 eschar, Archig. ap. Orib.51.42.3.

German (Pape)

[Seite 1045] τό, dim. von ἐσχάρα, Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐσχάρα: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) μέρος ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ ἐσχάριον παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται νῆες εἰς τὴν θάλασσαν, ὅθενἀπερίεργος γλῶσσα παραφθείρουσα, τὸ καινὸν πλοῖον ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ ναῦς) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) ἐσχάρα, ἕλκος ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχάριον· κοῖλον θυμιατήριον».

Russian (Dvoretsky)

ἐσχάριον: (ᾰ) τό
1 маленькая жаровня Arph.;
2 площадка осадной башни Polyb., Diod.

Translations

brazier

Arabic: مَجْمَرَة‎, مِنْقَل‎; Egyptian Arabic: مجمرة‎, شورية‎; Moroccan Arabic: مجمر‎; Bulgarian: мангал; Chinese Mandarin: 火盆; Dutch: kolenbekken, vuurbekken, stoof, komfoor; French: brasier; Galician: braseiro; German: Feuerschale; Greek: πύραυνος, φουφού, μαγκάλι; Ancient Greek: αἴθρανος, ἀνδράχλη, ἀνθράκιον, ἄρουλα, βαῦνος, ἔμπυρον, ἐσχάρα, ἐσχάρη, ἐσχάριον, ἐσχαρίς, θέρμαυστρον, θέρμαυστρος, περίπυρον, πύραυνος, πύραυνον, πυρεῖον; Hindi: अंगीठी, अँगीठी; Italian: braciere; Japanese: 火鉢; Korean: 화로; Kurdish Northern Kurdish: agirdank; Latin: vatillum, foculus; Middle English: chaufour; Polish: koksownik, koksiak; Portuguese: braseiro; Romanian: vas pentru jeratic; Russian: жаровня, мангал; Spanish: brasero; Turkish: korluk, mangal; Urdu: انگیٹھی‎; Walloon: tocoe