ἐσχαρίς
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc.; ἐσχαρὶς χρυσῆ CIG2859 (Branchidae); ἐσχαρὶς ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.); used in fishing by night. Ael.NA2.8.
German (Pape)
[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχαρίς: ίδος ἡ очаг, жаровня Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.
Greek Monotonic
ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ (ἐσχάρα), μαγκάλι με κάρβουνα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐσχᾰρίς, ίδος ἐσχάρα
a pan of coals, Plut.
Translations
brazier
Arabic: مَجْمَرَة, مِنْقَل; Egyptian Arabic: مجمرة, شورية; Moroccan Arabic: مجمر; Bulgarian: мангал; Chinese Mandarin: 火盆; Dutch: kolenbekken, vuurbekken, stoof, komfoor; French: brasier; Galician: braseiro; German: Feuerschale; Greek: πύραυνος, φουφού, μαγκάλι; Ancient Greek: αἴθρανος, ἀνδράχλη, ἀνθράκιον, ἄρουλα, βαῦνος, ἔμπυρον, ἐσχάρα, ἐσχάρη, ἐσχάριον, ἐσχαρίς, θέρμαυστρον, θέρμαυστρος, περίπυρον, πύραυνος, πύραυνον, πυρεῖον; Hindi: अंगीठी, अँगीठी; Italian: braciere; Japanese: 火鉢; Korean: 화로; Kurdish Northern Kurdish: agirdank; Latin: vatillum, foculus; Middle English: chaufour; Polish: koksownik, koksiak; Portuguese: braseiro; Romanian: vas pentru jeratic; Russian: жаровня, мангал; Spanish: brasero; Turkish: korluk, mangal; Urdu: انگیٹھی; Walloon: tocoe