ἐποικία

Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ,
A = colony (ἀποικία), IG9(1).334.1 (in Locr. form ἐπιϝοικία); but f.l. for ἀποικία, App.BC2.135.
II = house in the country, farmhouse (ἐποίκιον) 1, Gp.10.1.1(pl., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1006] ἡ, Ansiedelung, Kolonie, Sp., wie App. B. C. 2, 135 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικία: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀποικία, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 135.

English (Slater)

ἐποικία v. ἀποικία (O. 1.24)

Greek Monolingual

η (AM ἐποικία) έποικος
εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικία
μσν.
αγροτική κατοικία, βίλα.