τελματώδης

Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τελματώδες,
A marshy, swampy, muddy, λίμνη Arist.HA570a8; πεδίον D.S.1.30; ὕδωρ Plu.Mar.38; χωρία Gal.6.702.
II τελματώδεα parts of the body full of humours, Hp.Gland.4.

German (Pape)

[Seite 1088] ες, sumpfartig, morastig, schlammig; Arist. H. A. 6, 16; ὕδωρ, Plut. Mir. 43; Schol. Il. 21, 172.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
marécageux, bourbeux.
Étymologie: τέλμα, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

τελμᾰτώδης:
1 болотистый (λίμνη Arst.; πεδίον Diod.);
2 заболоченный, илистый (ῥεύματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τελμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ἑλώδης, βαλτώδης, λασπώδης, λίμνη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2· πεδίον Διόδ. 1. 30· ὕδωρ Πλουτ. Μάρ. 38. ΙΙ. τελματώδεα, μέρη τοῦ σώματος πλήρη ὑγρῶν ἀκαθάρτων, Ἱππ. 271. 6.

Greek Monolingual

-ες / τελματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέλμα, -ατος]
ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.)
νεοελλ.
μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση»)
αρχ.
1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελματώδεα
τα μέρη του σώματος που είναι γεμάτα από σωματικά υγρά.

Greek Monotonic

τελμᾰτώδης: -ες (εἶδος), ελώδης, βαλτώδης, λασπώδης, ὕδωρ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τελμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
marshy, muddy, ὕδωρ Plut.