πλήξιππος

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor. πλάξιππος, ον, striking horses or driving horses, epithet of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn. D. 20.227.

German (Pape)

[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] paarden opzwepend.

Russian (Dvoretsky)

πλήξιππος: дор. πλάξιππος 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.

English (Autenrieth)

lasher of horses. (Il.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Α
αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.
β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- του πλήσσω (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψιππος)].

Greek (Liddell-Scott)

πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.

Middle Liddell

πλήξ-ιππος, δοριξ πλᾱξιππος, ον,
striking or driving horses, Il., Hes.