κονδύλιον

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim. of κόνδυ, IG11(2).147B10 (Delos, iv B.C.), al.;
A κ. Σικυώνιον BGU1300.12 (iii/ ii B.C.).
II Dim. of κόνδυλος, f.l. in Axionic.6.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1480] τό, dim. zu κόνδυλοςς Azionic. bei Ath. VI, 239 s.

Greek (Liddell-Scott)

κονδύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόνδυλος, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1· (πιθ. ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κονδύλων).

Greek Monolingual

κονδύλιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κόνδυ) ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του κόνδυ
το -λ- με επίδραση πιθ. του κόνδυλος].