ταλαπενθής
English (LSJ)
ταλαπενθές,
A bearing great griefs, patient in woe, θυμός Od. 5.222; of persons, φωτός B.5.157.
2 of things, toilsome, ὑσμῖναι Panyas.12.5; woeful, ἀγγελία B.15.26.
German (Pape)
[Seite 1065] ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.
Étymologie: τλάω, πένθος.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰπενθής: исстрадавшийся, удрученный горем (θυμός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰπενθής: -ές, (*τλάω) ὁ πολλὰς θλίψεις ὑποφέρων, ὑπομενητικὸς ἐν δυστυχίᾳ, θυμὸς Ὀδ. Ε. 222. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, πλήρης μόχθων, ὑσμῖναι Πανύασ. 1. 5.
English (Autenrieth)
ές (πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός
2. κοπιώδης, κοπιαστικός
3. θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυπενθής].
Greek Monotonic
τᾰλᾰπενθής: -ές (*τλάω, πένθος), υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, σε Ομήρ. Οδ.