πάγχαλκος

Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πάγχαλκον, = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.

German (Pape)

[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχαλκος -ον [πᾶς, χαλκός] geheel van brons.

Russian (Dvoretsky)

πάγχαλκος: Hom., Trag. = παγχάλκεος.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.

Greek Monolingual

πάγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος
2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» — χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χαλκός.

Greek Monotonic

πάγχαλκος: -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.