ὑπονέω

Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

swim under, Arist.HA631a18, Ael.NA9.35; τοῖς φρυγάνοις ib.5.23:—Med., ὑπονησαμένη having dived under, passed under, Hp.Oss.18, as restored from Gal.19.149, cf. Erot.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Gegensatz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονέω: уплывать вглубь, нырять (δελφῖνες ὑπονέοντες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονέω: ὑποκολυμβάω, ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέω (Ι) «πλέω, κολυμπώ»].
-άω, Α
διανοίγω χέρσα γη με άροτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < < ὑπ(ο)- + νεῶ (Ι) «καλλιεργώ τη γη»].