δεητικός

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

δεητική, δεητικόν, disposed to ask, Arist.EN1125a10; suppliant, φωνή D.S.17.44; λόγος Plu.Cor. 18; ἐπιστολαί Ph.2.590 (Sup.); εὐχαί Id.2.296 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. dispuesto a pedir (ὁ μεγαλόψυχος) ... περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ... δ. Arist.EN 1125a10.
2 de abstr. que pide, suplicante φωνή D.S.17.44, λόγος Plu.Cor.18, cf. Ps.Callisth.1.46a.3, ἐπιστολαί Ph.2.590, εὐχαί Ph.2.296
de pers. suplicante προῆλθεν ... οὐκέτι δ. οὐδὲ πρᾶος, ἀλλὰ τραχὺς ὀφθείς Plu.Oth.16.
II adv. -ῶς con ánimo de súplica Eust.1807.11.

German (Pape)

[Seite 534] bittend, περί τινος Arist. Eth. 4, 3; λόγος Plut. Coriol. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui demande, suppliant.
Étymologie: δέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεητικός -ή -όν [δέω] geneigd tot vragen:. περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα... δεητικός bij grote of kleine problemen allerminst geneigd hulp te vragen Aristot. EN 1125a10; προῆλθεν... οὐκέτι δεητικὸς οὐδὲ πρᾶος hij trad niet langer naar voren met een smekend of vriendelijk gezicht Plut. Oth. 16.6.

Russian (Dvoretsky)

δεητικός: просящий, просительный, умоляющий (ὀλοφυρτικὸς καὶ δ. Arst.; λόγος Plut.; φωνή Diod.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δεητικός, -ή, -όν)
παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή»)
νεοελλ.-μσν.
επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς)
με παρακάλια, ικετευτικά
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν
δέηση, ικεσία
αρχ.
ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. δεητικός προήλθε είτε απευθείας από το ρ. δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ» και το επίθημα -τικός, είτε με τη μεσολάβηση του ουσ. δέησις].

Greek Monotonic

δεητικός: -ή, -όν (δέομαι), ικετευτικός, παρακλητικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δεητικός: ή,όν, διατεθειμένος νὰ ζητήσῃ, Ἀριστ. Ἠθ .Ν.4.3, 32· ἱκέτης, ἱκετευτικός, φωνή Διόδ. 17.44· λόγος Πλούτ.Κορ.18.

Middle Liddell

δέομαι
suppliant, Plut.