ὀπταλέος

Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ον, (ὀπτάω) roasted, broiled, κρειῶν πίνακας παρέθηκε.. ὀπταλέων Od.16.50; ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345; κρέα.. ὀπταλέα τε καὶ ὠμά Od.12.396; opp. ἑφθός (boiled), Ath.9.380c.

German (Pape)

[Seite 363] gebraten; κρέα, Od. 16, 50 Il. 4, 345; Gegensatz ὠμός, Od. 12, 396; καὶ τὸ μὲν ὀπταλέον ἐστὶν αὐτοῦ, τὸ δὲ ἑφθόν, Ath. IX, 380 c, vgl. Matro ib. IV, 135 e, wo sonst ὀπτανέος gelesen wurde. – Später auch = gebacken, πλίνθος, Paul. Sil.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rôti, grillé.
Étymologie: ὀπτάω.

Russian (Dvoretsky)

ὀπτᾰλέος:
1 жареный (κρέα Hom.);
2 обожженный (πλίνθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτᾰλέος: -α, -ον, (ὀπτάω) ὀπτός, κρείων πίνακας παρέθηκε… ὀπταλέων Ὀδ. Π. 50· ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Ἰλ. Δ. 345· κρέα... ὀπταλέα τε καὶ ὠμὰ Ὀδ. Μ. 396· ἀντίθετ. τῷ ἑφθὸς (βραστὸς) Ἀθήν. 380C, πρβλ. Μάτρωνα αὐτόθι 135Α.

English (Autenrieth)

(ὀπτός): roasted.

Greek Monolingual

ὀπταλέος, -α, -ον (Α)
οπτός, ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. εφθαλέος)].

Greek Monotonic

ὀπτᾰλέος: -α, -ον (ὀπτάω), ψητός, ψημένος στη σχάρα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὀπτᾰλέος, η, ον, ὀπτάω
roasted, broiled, Hom.