ψητός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
και ψηστός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει ψηθεί, ψημένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ψητό
α) κρέας ψημένο σε ψησταριά ή σε φούρνο («ψητό με πατάτες»)
β) μτφ. το κυριότερο σημείο, η ουσία («άσε τις λεπτομέρειες και έλα στο ψητό»)
3. φρ. «βαράει ίσα στο ψητό»
i) θίγει απευθείας το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης
ii) φροντίζει για προσωπικό του όφειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑψητός < ἕψω «ψήνω». Ο τ. ψηστός < θ. αορ. έψησα].