βρομιάς

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βρομιάδος, ἡ, fem. of βρόμιος ΙΙ,
A θοίνα Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 i 11; πηγή Antiph. 52.12.
II large cup, Ath.11.784d.

Spanish (DGE)

-άδος
1 resonante e.d. báquico βρομιάδι θοίνᾳ Pi.Fr.70a.11.
2 subst. ἡ β. copa de gran tamaño, Ath.784d.
• Etimología: Fem. deriv. de βρόμος, cf. βρέμω.

German (Pape)

[Seite 464] άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.

Greek (Liddell-Scott)

βρομιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 12· ― μέγα ποτήριον, Ἀθην. 784D.

English (Slater)

βρομιάς f. adj.,
1 of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.

Greek Monolingual

βρομιάς, η (Α)
1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II)
2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού.