ἐγκατακλίνω

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], put to bed in a place, Ar.Pl. 621:—Pass., ἐγκατακλίνομαι = lie down in, σισύραν ἐγκατακλῐνῆναι μαλθακήν Id.Av. 122; ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.

Spanish (DGE)

1 acostar τὸν θεὸν ἐγκατακλινοῦντ' ἄγωμεν εἰς Ἀσκληπιοῦ llevemos al dios (Pluto) para acostarlo al templo de Asclepio para que recobre la vista, Ar.Pl.621
reclinar, recostar ἐπὶ τὸ ἰσχίον Hp.Steril.248.
2 en v. med.-pas. ἐγκατακλίνομαι = recostarse, acostarse ὥσπερ σισύραν ἐγκατακλινῆναι μαλθακήν (una ciudad) como un cobertor suave para acostarse Ar.Au.122, cf. Arist.Pr.881b36, cf. Plu.2.356c, 989f, en un templo para practicar la incubatio εἰς Ἀσκληπιοῦ ἐγκατακλιθεὶς σωθείς τε ... ἀναβεβίωκα Com.Adesp.1001.10, εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.

German (Pape)

[Seite 705] darin niederlegen; Ar. Plut. 620. – Pass., ἐγκατακλιθῆναι, sich darin lagern; τινί, Ar. Av. 121; Plut. Gryll. 6.

French (Bailly abrégé)

étendre sur ou coucher sur;
Moy. ἐγκατακλίνομαι = se coucher dans ou se coucher sur, τινι.
Étymologie: ἐν, κατακλίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατακλίνω: (ῑ) класть в постель, укладывать Arph.; pass. Arph., Arst. и med. ἐγκατακλίνομαι = ложиться (μαλθακῷ πηλῷ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακλίνω: ῑ, κατακλίνω τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 621: ― Παθ., κατακλίνομαι ἔν τινι τόπῳ, ὁ αὐτ. Ὄρν. 122· ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 27.

Greek Monolingual

ἐγκατακλίνω (Α)
ξαπλώνω κάποιον μέσα (σε ιερό).

Greek Monotonic

ἐγκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, βάζω κάποιον για ύπνο σε κάποιο μέρος, σε Αριστοφ. — Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω σε, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to put to bed in a place, Ar.:—Pass. to lie down in, Ar.