κλινόπους

Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, pl., feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.

Greek Monolingual

ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)
συν. στον πληθ. τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα
αρχ.
το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμακλινόπους τοίχου», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιόπους, κεφαλόπους].