καταλλάκτης

Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

καταλλάκτου, ὁ,
A money-changer, EM137.24.
II reconciler, mediator, J.AJ3.15.2, D.C.Fr.72.1 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

καταλλάκτης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. (ἀργυρογνώμων) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, μεσίτης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2.

Greek Monolingual

καταλλάκτης, ὁ (AM) καταλλάσσω
1. ο αργυραμοιβός, ο τραπεζίτης
2. ο μεσολαβητής, αυτός που μεσιτεύει για συνδιαλλαγή.

German (Pape)

ὁ,
1 der Ausgleicher, Vermittler, Friedensstifter, Jos. und andere Spätere
2 der Geldwechsler, Vetera Lexica als Erkl. von ἀργυρογνώμων und ä.