μεσολαβητής
From LSJ
Greek Monolingual
ο, θηλ. -τρια
αυτός που μεσολαβεί, που παρεμβαίνει, μεταξύ ατόμων, ομάδων ή κρατών για την επίτευξη συμβιβασμού ή συμφιλίωσής τους («ο μεσολαβητής τών Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο έφθασε στη Λευκωσία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσολαβώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].