παροικοδόμημα

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A partition wall, Arist.PA672b19.
II building beside a road, prob.cj. in D.C.68.15(pl.).

German (Pape)

[Seite 525] τό, ein Nebengebäude, Arist. partt. anim. 3, 10, übertr.

Russian (Dvoretsky)

παροικοδόμημα: ατος τό средостение, перегородка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδόμημα: τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροικοδομώ
1. οικοδόμημα κτισμένο κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα
2. μεσότοιχος, χώρισμα, διάφραγμα
3. οικοδόμημα δίπλα σε δρόμο.