ναίχι

Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.9), Adv., for ναί, like οὐχί for οὐ, μήχι for μή, S.OT684, Pl.Hipparch.232a, Men.Sam.81, Call.Epigr. 30.5.

French (Bailly abrégé)

adv.
oui certes.
Étymologie: ναί, -χι.

Russian (Dvoretsky)

ναίχῐ: (intens. = ναί) да-да, да, конечно, еще бы, Soph., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ναίχῐ: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ναί, ὡς τὸ οὐχὶ ἀντὶ τοῦ οὐ, Σοφ. Ο. Τ. 682, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. - Οὐχὶ ναιχί, Ἐτυμολ. Μέγ. σ. 638, 50, Εὐστ. 107. 25.

Greek Monolingual

ναίχι (Α)
επιτ. τ. του ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναί + -χι (πρβλ. μηχί, ουχί].

Greek Monotonic

ναίχῐ: επίρρ. αντί ναί, όπως το οὐχί αντί οὐ, σε Σοφ.

Middle Liddell

  1. σκιππεδ ναίω [adverb for ναί, like οὐχί for οὐ, Soph.]