ὑποθερμαίνω

Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

heat a little, Gal.11.417:—Pass., grow somewhat hot, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Il.16.333, 20.476, cf. Hp.Ulc.26: metaph., Luc.DMeretr.8.3.

German (Pape)

[Seite 1217] ein wenig od. gelinde warm machen, u. pass. ein wenig warm werden, ὑποθερμάνθη ξίφος αἵματι, Il. 16, 333. 20, 476; ὑποτεθερμασμένος Hippocr.; u. in späterer Prosa, wie Luc. D. Mer. 8.

French (Bailly abrégé)

échauffer ; Pass. être échauffé, être chaud.
Étymologie: ὑπό, θερμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθερμαίνω: подогревать, нагревать: ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Hom. меч стал теплым от крови; ὑποθερμαινόμενος Luc. разгоряченный, взволнованный.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθερμαίνω: θερμαίνω ὀλίγον. ― Παθ., γίνομαι ὑπόθερμος, ὀλίγον τι θερμός, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

English (Autenrieth)

only aor. pass., ὑποθερμάνθη, was warmed, Il. 16.333 and Il. 20.476.

Greek Monolingual

ὑποθερμαίνω ΝΜΑ- θερμαίνω κάτι λίγο, ελαφρώς
νεοελλ.
μτφ. υποθάλπω, υποδαυλίζω
αρχ.
μέσ. ὑποθερμαίνομαι
μτφ. (για πρόσ.) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾶγμα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὑποθερμαίνω: Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-εθερμάνθην· θερμαίνω λιγάκι — Παθ., καθίσταμαι κάπως ζεστός, ζεστός, θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Pass., aor1 ὑπ-εθερμάνθην
to heat a little:—Pass. to grow somewhat hot, be heated, Il.