ὑπόθερμος
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ὑπόθερμον, somewhat hot, Gal.6.240, Poll. 5.108: of persons, somewhat hot or passionate, ὑποθερμότερος τῷ ἔργῳ Hdt.6.38, cf. Luc.Cal.5; ὑ. βλέμμα, of a horse, Poll.1.192; οἴνου ὑ. δύναμις Plu.2.1146f.
German (Pape)
[Seite 1217] ein wenig warm, etwas hitzig, ὑποθερμότερος πολέμιος Her. 6, 38; Luc. Calumn. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu chaud ; fig. un peu ardent;
Cp. ὑποθερμότερος.
Étymologie: ὑπό, θερμός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόθερμος:
1 немного горячительный, крепковатый (τοῦ οἴνου δύναμις Plut.);
2 довольно яростный, злобный (πολέμιος Her.; γύναιον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόθερμος: -ον, ὀλίγον τι θερμός, Γαλην. 6. 240, Πολυδ. Ε΄, 108· ὀλίγον τι θερμός, ἢ ἔνθερμος, εὐπαράφορος, ὀξύθυμος, ὑποθερμότερος τῷ ἔργῳ Ἡρόδ. 6. 38, πρβλ. Λουκ. π. Διαβολῆς 5· ὑπ. βλέμμα, ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 192· ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 1146F.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόθερμος, -ον, ΝΑ
ο κάπως ζεστός, χλιαρός
νεοελλ.
γεωλ. (για πηγή) αυτός που τα νερά του έχουν θερμοκρασία μικρότερη τών 30°C
αρχ.
μτφ. (για πρόσ. και για άλογα) ο κάπως ορμητικός («πολεμίου δὲ καὶ ὑποθερμοτέρου τῷ ἔργῳ», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ὑπόθερμος: -ον, κάπως ζεστός ή οξύθυμος, παράφορος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὑπό-θερμος, ον,
somewhat hot or passionate, Hdt.