πόλεμόνδε
English (LSJ)
Ep. πτόλεμόνδε, Adv.
A into the fight, Il.2.872, al.
II to the war, Od.11.448.
German (Pape)
[Seite 654] adv. von πόλεμος, in den Krieg, Kampf, Hom., bes. in der Il.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
πόλεμόνδε: эп. тж. πτόλεμόνδε adv. на войну, в бой Hom.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεμόνδε: Ἐπικ. πτόλ-, ἐπίρρ., πρὸς τὸν πόλεμον, εἰς τὴν μάχην, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.).
Greek Monolingual
επικ. τ. πτολεμόνδε, Α
1. προς τη μάχη
2. προς τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον του πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλινδε)].
Greek Monotonic
πόλεμόνδε: Επικ. πτόλ- (πόλεμος)· επίρρ., στον πόλεμο, μέσα στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.