εἰδή

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

if indeed, S.Tr.27; if that is to say, Pl.Smp. 218e, Arist.Rh. 1370a30; εἰ δὴ… γε Pl.Tht.166c, etc.

Greek Monolingual

η
1. η όψη του προσώπου, η έκφραση, φυσιογνωμία
2. (για τόπους) η εξωτερική διαμόρφωση, χαρακτηριστική μορφή.