κλινοπηγός

Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, = κλινοποιός (maker of beds, maker of bedsteads, upholsterer), Theognost.Can.96, CIG2135 (κλεινο-, loc. incert.).

German (Pape)

[Seite 1454] ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht, Sp.; bei Theognost. B. A. 1340 auch κλινοπήξ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπηγός: ὁ, = κλινοποιός, Θεόγνωστ. 96. 21, Συλ. Ἐπιγ. 2135 (ἔνθα κλεινο-)· ὡσαύτως κλινοπήξ, -πῆγος, ὁ, Θεογνωστ. 40. 22.

Greek Monolingual

κλινοπηγός, ὁ (AM)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. πρβλ. ναυπηγός.