συνθραύω

Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

break in pieces, shiver, E.Or.1569, Plu.Arist.18; crumble, ἄρτον Gp.9.23.5:—Pass., X.Ages.2.14, Plb.8.5.11, etc.

French (Bailly abrégé)

briser, broyer, fracasser.
Étymologie: σύν, θραύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θραύω geheel verbrijzelen, met acc.

German (Pape)

(θραύω), mit od. zusammenbrechen, zerschlagen; κρᾶτα θριγκῷ, Eur. Or. 1569; Pol. 8.7.11; Plut. Aristid. 18.

Russian (Dvoretsky)

συνθραύω: разбивать, сокрушать, ломать (κρᾶτα Eur.; τὰ δοράτια Plut.): ἐξ οὗ συνέβαινε συνθραύεσθαι τοὔργανον Polyb. вследствие этого сломалась машина.

Greek (Liddell-Scott)

συνθραύω: συντρίβω, κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συνθλαύω Α
σπάζω, συντρίβω εντελώς
μσν.
(σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»].

Greek Monotonic

συνθραύω: μέλ. -σω, θρυμματίζω, συντρίβω, κομματιάζω, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to break in pieces, shiver, Eur.