ἱππαστής

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἱππαστοῦ, ὁ, = ἱππευτής, Luc.Am.46.
II as adjective, fit for riding, of a horse, X.Eq.10.17.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, dasselbe; auch vom Pferde, zugeritten, Xen. de re equ. 10, 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cavalier;
2 ardent à la course, généreux en parl. d'un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαστής: οῦ adj. m годный для верховой езды, хорошо выезженный (ἵππος Xen.).
οῦ ὁ всадник Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστής: -οῦ, ὁ, = ἱππευτής, Λουκ. Ἔρωτ. 46. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.

Greek Monolingual

ἱππαστής, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. (για ίππο) κατάλληλος για ιππασία, άλογο για ιππασία
2. (για πρόσ.) ιππευτής, ιππέας, έφιππος.

Greek Monotonic

ἱππαστής: -οῦ, ὁ,
I. = ἱππευτής, σε Λουκ.
II. ως επίθ., κατάλληλος για ιππασία, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱππαστής, οῦ,
I. = ἱππευτής, Luc.
II. as adj. fit for riding, of a horse, Xen.