ἀστραῖος
English (LSJ)
α, ον, (ἄστρον) starry, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE3.14, Nonn. D. 1.191,al.
Spanish (DGE)
-α, -ον
estrellado, ἕλιξ Nonn.D.1.191, cf. 6.84, 8.388, Orác. en Porph.Phil.127.63, Pamprepius 3.18.
German (Pape)
[Seite 377] gestirnt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστραῖος: α, ον (ἄστρον) ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστεροειδής, ἀστρώδης, Ἑρμείας προβέβηκα λιπὼν ἀστραῖον ἄνακτα Χρησ. παρὰ Πορφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Π. 124Α.
Greek Monolingual
ἀστραῖος, -αία, -ον (Α) άστρον
1. ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα
2. αυτός που προέρχεται από τα άστρα.