ἀβασίλευτος

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀβασίλευτον, not ruled by a king, Th.2.80, X.HG5.2.17: generally, free from rule, Plu.2.1125d, Artem.1.8.

Spanish (DGE)

-ον
I c. sent. o valor permanente
1 que no tiene monarquía, que no obedece a reyes βάρβαροι ... Χαόνες Th.2.80, Θρᾷκες X.HG 5.2.17, Plu.Alc.36, εὕροις δ' ἂν ... πόλεις ἀτειχίστους, ἀγραμμάτους, ἀβασιλεύτους Plu.2.1125d, cf. Ph.1.696, D.S.5.42, de Dios ὁ μόνος ἀγέννητος καὶ ἀ. Const.App.8.5.1
subst. οἱ ἀ. los que no tienen Rey ref. a los que no acatan a Dios, Gr.Nyss.Pss.92.22.
2 que carece de cualquier tipo de gobierno, anárquico οὐδὲν γὰρ ἔθνος ἀνθρώπων ἄθεον ὥσπερ οὐδὲ ἀβασίλευτον Artem.1.8.
II c. sent. eventual que se ha quedado sin rey, que no tiene rey τὴν Ὀσροηνὴν ἀβασίλευτον οὖσαν ἐχειρώσατο D.C.77.12.1, ἔμεινάν τε ἡμερῶν δύο ἀβασίλευτοι Hdn.4.14.1.

German (Pape)

[Seite 2] nicht von, Königen regiert, χάονες Thuc. 2, 80; θρᾷκες Xen. Hell. 5, 2, 12; Plut. Alc. 36; – ohne, König, Herodian. 4, 14, 1; unabhängig, πολιτεία ἀβ. καὶ αὐτόνομος Plut. Rom. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans roi.
Étymologie: , βασιλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀβασίλευτος: неподвластный царю, не управляемый царями (Χάονες Thuc.; Θρᾷκες Xen.; ἀ. καὶ αὐτόνομος πολιτεία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀβᾰσίλευτος: ον· ἄνευ βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως (αὐτόνομος). Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17.

Greek Monotonic

ἀβᾰσίλευτος: -ον (βασιλεύω), αυτός που δεν κυβερνάται από βασιλιά, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

βασιλεύω
not ruled by a king, Thuc., Xen.