συναναλάμπω

Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

shine forth together, Ph.2.141: c. acc., shed lustre on at the same time, SIG798.3 (Cyzicus, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συναναλάμπω: ἀναλάμπω ὁμοῦ, Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῦ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.