σμήρινθος

Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = μήρινθος, Pl.Lg.644e.
II a bird, Hsch.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, = μήρινθος, Plat. Legg. I, 644 e.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμήρινθος -ου, ἡ draad, touw.

Russian (Dvoretsky)

σμήρινθος: v.l. μήρινθοςнить (νεῦρα ἢ σμήρινθοι Plat.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. βλ. μήρινθος
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.

Greek (Liddell-Scott)

σμήρινθος: ἡ, = μήρινθος, Πλάτ. Νόμ. 644Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνις ποιός».

Frisk Etymological English

See also: s. μηρύομαι.

Frisk Etymology German

σμήρινθος: {smḗrinthos}
See also: s. μηρύομαι.
Page 2,749