ἡλιόβολος

Revision as of 11:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡλιόβολον, exposed to the sun, sunny, of places, Thphr. CP 4.12.3.

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡλιόβολος, -ον)
(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος
νεοελλ.
1. ο ηλιοβαρεμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο
η ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. αείβολος, καλλίβολος].