ἀσφυξία
English (LSJ)
ἡ, stopping of the pulse, Aret.SA2.11; pulsus amputatio, opp. ἀσφυγμία, Cael.Aur.TP4.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
interrupción, detención momentánea del pulso Aret.SA 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.TP 4.3.40.
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, das Aufhören des Pulsschlages, Schlagfluß, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφυξία: ἡ, ἡ στάσις τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.
Greek Monolingual
η (Α ἀσφυξία) άσφυκτος
δυσχέρεια ἡ διακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.