καλαμηφάγος

Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[φᾰ], ον, devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens, Χάλυψ AP6.65.3 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange ou détruit le chaume, la paille.
Étymologie: καλάμη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

καλαμηφάγος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. αόρ. -φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. κρεατοφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμηφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που κατατρώει τα καλάμια, δηλ. τα θερίζει, τα κόβει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμηφάγος: (φᾰ) пожирающий колосья (χάλυψ Anth.).

Middle Liddell

κᾰ˘λᾰμη-φάγος, ον φαγεῖν
devouring stalks, i.e. cutting them, Anth.