κρεατοφάγος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο
αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. αδηφάγος, χορτοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].