ζῳογενής

Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ζῳογενές, of animate kind, mortal, opp. ἀειγενής, Pl.Plt. 309c.

German (Pape)

[Seite 1143] ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογενής -ές [ζῷον, γένος] van dierlijke aard, sterfelijk.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογενής: имеющий животную природу, животный (τὸ τῆς ψυχῆς μέρος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, ζῳώδης, τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς μέρος Πλάτ. Πολιτικ. 309C.

Greek Monolingual

-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονογενής, ομογενής].