ὁ, = ἰλάρχης 1, IG4.487.2, al. (Nemea, iii B.C.); = praefectus turmae, App.Hisp.43.
ο (Α ἴλαρχος)
νεοελλ.
ο λοχαγός του ιππικού στον παλαιό στρατό
2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων
αρχ.
ιλάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + -αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος, ταξί-αρχος].