ἐκχυλίζω

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

squeeze out, express juice or liquor, Hp.Mul.1.44; suck out, Arist.HA596b12.

Spanish (DGE)

extraer el jugo τρίψας πάντα, δι' ὀθονίου ἐκχυλίσας Hp.Mul.1.44, τῶν δ' ἐντόμων ... τὰ δὲ ... τοῖς ὑγροῖς τρέφεται, πάντοθεν ἐκχυλίζοντα ταύτῃ (τῇ γλώττῃ) Arist.HA 596b12, cf. 623a16, Dieuch.15.34, 43, 82, 85.

German (Pape)

[Seite 787] den Saft ausdrücken, aussaugen; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 11.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχῡλίζω: высасывать или вылизывать сок (τῇ γλῶττῃ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχῡλίζω: ἐκθλίβω τὸν χυλόν, Ἱππ. 608, 25· ἐκμυζῶ, τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 4.

Greek Monolingual

(AM ἐκχυλίζω)
μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση
αρχ.
εκμυζώ, απομυζώ.