θεοδήλητος

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θεοδήλητον, by which the gods are injured, μιαιφονίη v.l. in AP9.157.

German (Pape)

[Seite 1195] = θεοβλαβής, μιαιφονία Ep. ad. 465 (IX, 157).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé comme un fléau par les dieux.
Étymologie: θεός, δηλέω.

Russian (Dvoretsky)

θεοδήλητος: оскорбляющий богов или насылаемый как бедствие богами (μιαιφονία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοδήλητος: -ον, προερχόμενος ὡς τιμωρία ἐκ θεοῦ, μιαιφονία Ἀνθ. Π. 9. 157.

Greek Monolingual

θεοδήλητος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντροδήλητος, ξιφοδήλητος].

Greek Monotonic

θεοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός μέσω του οποίου πλήττονται, τραυματίζονται, φθείρονται οι θεοί, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θεο-δήλητος, ον δηλέομαι
by which the gods are injured, Anth.