ἀνταλαλάζω

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

return a shout, of friendly armies, Plu.Pyrrh.32, Flam.4; of an echo, A.Pers.390.

Spanish (DGE)

(ἀντᾰλᾰλάζω)
devolver la voz ὄρθιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ A.Pers.390
responder con gritos de un ejército amigo, Plu.Pyrrh.32, Flam.4, Polyaen.8.23.2
lanzar a su vez el grito de guerra de un ejército hostil a otro, Nonn.D.28.27.

German (Pape)

[Seite 243] (s. ἀλαλάζω), dagegen ein Kriegsgeschrei erheben, Plut. Flamin. 4 Pyrrh. 32; – von dem Echo, wiederhallen lassen, Aesch. Pers. 382.

French (Bailly abrégé)

répondre par un cri ou par des cris.
Étymologie: ἀντί, ἀλαλάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰλαλάζω: отвечать криком, кричать в ответ (ἀντηλάλαξε ἠχώ Aesch.; οἱ μὲν ἀλαλάξαντες ἐπέβαινον …, οἱ δ᾽ ἀντηλάλαξαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταλαλάζω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸν ἀλαλαγμὸν δι’ ἀλαλαγμοῦ, ἐπὶ ἀντιμαχωμένων στρατῶν, Πλουτ. Πύρρ. 32, κτλ., ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, ἀντηχῶ, «ἀντιλαλῶ», Αἰσχύλ. Πέρσ. 390.

Greek Monolingual

ἀνταλαλάζω)
αντηχώ, αντιλαλώ
αρχ.
ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών.

Greek Monotonic

ἀντᾰλᾰλάζω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω κραυγή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to return a shout, Aesch.