ἀνάκτωρ

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = ἄναξ, of gods, A.Ch.357, E.IT1414: pl., Cerc. 4.36, cf. Ptol.Tetr.122.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 soberano, rey, príncipe de dioses πόντου δ' ἀνάκτωρ ... Ποσειδῶν E.IT 1414, ποίους ἐπ' ἀνάκτορας ... ἢ τίνας οὐρανίδας Cerc.2.38, ὑπὸ τὴν τῶν ἀνακτόρων γένεσιν Ptol.Tetr.3.8.3, χθονίων ἔνερθε δαιμόνων ἀνάκτορες SB 8960.2 (I a.C.), de Agamenón en el Hades σεμνότιμος ἀνάκτωρ A.Ch.356
señor, dueño τὸ κρυφθὲν ... ἀνακτόρων las cosas ocultas por los príncipes S.Fr.757, cf. Hermog.Prog.6.
2 astrol. planeta dominante en un οἶκος Doroth.397.10.

German (Pape)

[Seite 194] ορος, ὁ, Herrscher, Aesch. Ch. 352; πόντου Eur. I. A. 1414 u. sp. D. – Der Kaiser, D. C. 76, 4.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
maître, roi.
Étymologie: ἄναξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκτωρ: ορος ὁ властелин, повелитель Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ, = ἄναξ, Αἰσχύλ. Χο. 356, Εὐρ. Ι. Τ. 1414.

Greek Monolingual

ἀνάκτωρ (-ορος), ο (Α)
(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω.
ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν)
αρχ.
ἀνακτόριος αρχ.-μσν. ἀνακτορία.

Greek Monotonic

ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ = ἄναξ, σε Αισχύλ., Ευρ.

English (Woodhouse)

chief, king, lord

Léxico de magia

soberano ref. a Apolo μόλε, κύδιμε μολπῆς ἀ. ven, glorioso soberano del canto P II 85