σωφρόνημα

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό, an example of self-control, X.Ages.5.4, Stoic.3.136; cf. σωφρόνισμα.

German (Pape)

[Seite 1062] τό, die That eines σώφρων, Beweis von Mäßigung, Enthaltsamkeit, Xen. Ages. 5, 4. Auch was mäßig macht, Aristaroh. b. Stob. flor. 120, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de modération.
Étymologie: σωφρονέω.

Russian (Dvoretsky)

σωφρόνημα: ατος τό поступок скромного человека, пример скромности Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρόνημα: τό, πρᾶξις σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. σωφρόνισμα. ΙΙ. = σωφρονιστής, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.

Greek Monolingual

τὸ, Α σωφρονῶ
πράξη σωφροσύνης.

Greek Monotonic

σωφρόνημα: τό, πράξη σωφροσύνης, σε Ξεν.

Middle Liddell

σωφρόνημα, ατος, τό, [from σωφρονέω
an instance of temperance, Xen.