σωφρόνημα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
-ατος, τό, an example of self-control, X.Ages.5.4, Stoic.3.136; cf. σωφρόνισμα.
German (Pape)
[Seite 1062] τό, die Tat eines σώφρων, Beweis von Mäßigung, Enthaltsamkeit, Xen. Ages. 5, 4. Auch was mäßig macht, Aristaroh. b. Stob. flor. 120, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de modération.
Étymologie: σωφρονέω.
Russian (Dvoretsky)
σωφρόνημα: ατος τό поступок скромного человека, пример скромности Xen.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρόνημα: τό, πρᾶξις σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. σωφρόνισμα. ΙΙ. = σωφρονιστής, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α σωφρονῶ
πράξη σωφροσύνης.
Greek Monotonic
σωφρόνημα: τό, πράξη σωφροσύνης, σε Ξεν.
Middle Liddell
σωφρόνημα, ατος, τό, [from σωφρονέω
an instance of temperance, Xen.