σωφρόνημα

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρόνημα Medium diacritics: σωφρόνημα Low diacritics: σωφρόνημα Capitals: ΣΩΦΡΟΝΗΜΑ
Transliteration A: sōphrónēma Transliteration B: sōphronēma Transliteration C: sofronima Beta Code: swfro/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό, an example of self-control, X.Ages.5.4, Stoic.3.136; cf. σωφρόνισμα.

German (Pape)

[Seite 1062] τό, die Tat eines σώφρων, Beweis von Mäßigung, Enthaltsamkeit, Xen. Ages. 5, 4. Auch was mäßig macht, Aristaroh. b. Stob. flor. 120, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de modération.
Étymologie: σωφρονέω.

Russian (Dvoretsky)

σωφρόνημα: ατος τό поступок скромного человека, пример скромности Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρόνημα: τό, πρᾶξις σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. σωφρόνισμα. ΙΙ. = σωφρονιστής, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.

Greek Monolingual

τὸ, Α σωφρονῶ
πράξη σωφροσύνης.

Greek Monotonic

σωφρόνημα: τό, πράξη σωφροσύνης, σε Ξεν.

Middle Liddell

σωφρόνημα, ατος, τό, [from σωφρονέω
an instance of temperance, Xen.