ἐκκομψεύομαι

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Med., set forth in fair terms, E.IA333 (but prob. εὖ κεκόμψευσαι).

German (Pape)

[Seite 764] sehr witzig sein, s. simplex, Eur. I. A. 333.

French (Bailly abrégé)

pf. 2ᵉ sg. ἐκκεκόμψευσαι;
exprimer avec grâce ou éloquence.
Étymologie: ἐκ, κομψεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκομψεύομαι: красноречиво говорить: ἐκκεκόμψευσαι (v.l. εὖ κεκόμψευσαι) Eur. ты складно сказал, т. е. все это только пышные слова.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκομψεύομαι: μέσ., λέγωπροτείνω τι μετὰ κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, ἔνθα ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. κομψεύω.

Greek Monolingual

ἐκκομψεύομαι (Α)
μιλώ με ωραίες εκφράσεις.

Greek Monotonic

ἐκκομψεύομαι: Μέσ., εκθέτω, παρουσιάζω, εκφράζομαι με κομψό τρόπο, σε Ευρ.

Middle Liddell


Mid. to set forth in fair terms, Eur.