ἐνδομάχας

Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[μᾰ], α, ὁ, fighting or bold at home, epithet of a dunghillcock, Pi.O.12.14.

German (Pape)

[Seite 835] ὁ, drinnen, im Hause kämpfend, der Hahn, Pind. Gl. 12, 14.

English (Slater)

ἐνδομᾰχας fighting within its home τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14)

Greek Monolingual

ἐνδομάχας, ο (Α)
αυτός που μάχεται μέσα στο σπίτι του («ένδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ», Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνδομάχας: (μᾰ) adj. m сражающийся у себя дома, т. е. за свой домашний очаг (ἀλέκτωρ Pind.).