θαλπτήριος
English (LSJ)
θαλπτήριον, warming, σάνδαλα… ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.
Russian (Dvoretsky)
θαλπτήριος: согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλαστήριος, θρεπτήριος)].
Greek Monotonic
θαλπτήριος: -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
θαλπτήριος, ον
warming, Anth. [from θαλπωρή