ἔρσις

Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, (εἴρω A) a binding, band, Suid., etc., v.l. in Th.1.6.

German (Pape)

[Seite 1035] ἡ, nach Suid. auch ἕρσις, die Verknüpfung, Verflechtung, Sp.; bei Thuc. 1, 6 wird jetzt dafür ἔνερσις gelesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρσις: -εως, ἡ, (εἴρω) πλοκή, ἀνάδεσις, «ἔρσις, τὸ πλεξείδιον» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D.

Greek Monolingual

ἔρσις, -εως, ἡ (Α) είρω
1. συναρμογή, σύνδεση, ανάδεση
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔρσις
πλεξίδιον».