ἀρητήριον
English (LSJ)
[ᾱ], τό, a place for curses, a place for prayer, oratory, Plu.Thes.35.
German (Pape)
[Seite 350] τό, Ort zum Beten, Plut. Thes. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρητήριον: [ᾱ], τό, τόπος προσευχῆς, εὐκτήριον, Πλουτ. Θησ. 35.
French
oratoire
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἀρητήριον: τό атт. = ἀρατήριον.