ἀρατήριον
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
English (LSJ)
τό, v. ἀρητήριον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de prières (lieu d'Attique).
Étymologie: ἀράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾱτήριον: τό, ἴδε ἀρητήριον.
Russian (Dvoretsky)
ἀρᾱτήριον: τό место молений Plut.