ὀζόστομος

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀζόστομον, with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.

German (Pape)

übel aus dem Munde riechend, Luc. 13 (IX.427).

Russian (Dvoretsky)

ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.

Greek Monolingual

ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀζό-στομος, ον, [ὄζω, στόμα
with bad breath, Anth.