ἐφιελίς

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ. = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).

Greek Monolingual

ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)
μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].