Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ίδος, ἡ. = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).
ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].